διαφημιστικός

διαφημιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφήμιση, ο κατάλληλος για διαφήμιση («διαφημιστική καμπάνια ή προβολή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαφημιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διαφήμιση: Η διαφημιστική εκστρατεία της εταιρείας είχε μεγάλη επιτυχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”